illustré
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | illustré | illustrés |
θηλυκό | illustrée | illustrées |
Επίθετο
επεξεργασίαillustré (fr)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη illustrer
Δείτε επίσης : illustre |
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | illustré | illustrés |
θηλυκό | illustrée | illustrées |
illustré (fr)