famous
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | famous |
συγκριτικός | more famous |
υπερθετικός | most famous |
Επίθετο
επεξεργασίαfamous (en)
- διάσημος, φημισμένος
- ↪ The famous writer wrote three new novels this year.
- Η διάσημη συγγραφέας έγραψε τρία καινούρια μυθιστορήματα φέτος.
- ↪ She is famous for her cooking.
- Φημίζεται για τη μαγειρική της.
- ↪ The famous writer wrote three new novels this year.