κοσμοξάκουστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίακοσμοξάκουστος, -η, -ο
Άλλες μορφές
επεξεργασία- κοσμοξακουστός, -ή, -ό
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ακούω
Μεταφράσεις
επεξεργασία κοσμοξάκουστος