ντίβα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ντίβα | οι | ντίβες |
γενική | της | ντίβας | — | |
αιτιατική | την | ντίβα | τις | ντίβες |
κλητική | ντίβα | ντίβες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαντίβα θηλυκό
- διάσημη τραγουδίστρια της όπερας
- → δείτε και τη λέξη πριμαντόνα
- διάσημη ηθοποιός
- (κατ’ επέκταση) όμορφη γυναίκα που συμπεριφέρεται σα σταρ, σα ντίβα [2]
Δείτε επίσης
επεξεργασία- ντίβα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ ντίβα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)