Ετυμολογία

επεξεργασία
σταρ < αγγλική star < μέση αγγλική sterre < αγγλοσαξονική steorra < πρωτογερμανική *sternô / *sternǭ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂stḗr (ἀστήρ)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σταρ αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο

  1. διάσημος καλλιτέχνης, αθλητής κ.λπ.
    άλλες μορφές: αστέρας, αστέρι
     συνώνυμα: διασημότητα
  2. νικήτρια διαγωνισμού ομορφιάς
    → δείτε τη λέξη σταρ Ελλάς
  3. (κατ’ επέκταση) το επίκεντρο της προσοχής μιας παρέας ή ομάδας

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία