σταρ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σταρ < αγγλική star < μέση αγγλική sterre < αγγλοσαξονική steorra < πρωτογερμανική *sternô / *sternǭ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂stḗr (ἀστήρ)
Ουσιαστικό
επεξεργασίασταρ αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο
- διάσημος καλλιτέχνης, αθλητής κ.λπ.
- άλλες μορφές: αστέρας, αστέρι
- ≈ συνώνυμα: διασημότητα
- νικήτρια διαγωνισμού ομορφιάς
- → δείτε τη λέξη σταρ Ελλάς
- (κατ’ επέκταση) το επίκεντρο της προσοχής μιας παρέας ή ομάδας
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασία- σταρ Ελλάς: τίτλος νικήτριας σε ελληνικά καλλιστεία
- σταρ σύστεμ: το οργανωμένο σύστημα προώθησης ενός ηθοποιού ή καλλιτέχνη μέσω διαφημιστικών και δημοσίων σχέσεων, με στόχο τη μετατροπή του σε αναγνωρίσιμη διασημότητα