star
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- star < μέση αγγλική sterre < αγγλοσαξονική steorra < πρωτογερμανική *sternô / *sternǭ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂stḗr (ἀστήρ)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
star | stars |
star (en)
- (αστρονομία) το άστρο, το αστέρι, ο αστέρας, φωτεινό ουράνιο σώμα
- ⮡ The stars shone brightly in the night sky.
- Τα αστέρια έλαμπαν λαμπερά στον νυχτερινό ουρανό.
- ⮡ the North Star - ο Πολικός Αστέρας
- ⮡ shooting stars - διάττοντες αστέρες
- ⮡ The stars shone brightly in the night sky.
- το αστέρι, η γραφική παράσταση η οποία, παραπέμποντας στη μορφή ή στη λάμψη που εκπέμπουν τα αστέρια, χρησιμοποιείται ως έμβλημα ή σύμβολο
- ⮡ a star with four/five/six points - αστέρι με τέσσερις/πέντε/έξι ακτίνες
- ⮡ the Christmas star - το αστέρι των Χριστουγέννων
- ⮡ stars are on the flags of many countries - αστέρια υπάρχουν στις σημαίες πολλών κρατών
- ⮡ A silver/gold/diamond star for army officer rank insignia.
- Ασημένιο/χρυσό/αδαμάντινο αστέρι για διακριτικό του βαθμού των αξιωματικών του στρατού ξηράς.
- ο αστέρας, σύμβολο ποιότητας
- ⮡ a five-star cognac - κονιάκ πέντε αστέρων
- ⮡ a two/three-star hotel - ξενοδοχείο δύο/τριών αστέρων
- ο/η σταρ, το αστέρι, ο αστέρας
- ⮡ a theater star - αστέρι του θεάτρου
- ⮡ a Hollywood star - αστέρας του Χόλιγουντ
- ⮡ a movie star - κινηματογραφικός αστέρας
- ο/η σταρ, ένα πρόσωπο ή ένα πράγμα που είναι το καλύτερο μιας ομάδας
- ⮡ He was the star of the evening.
- Ήταν ο σταρ της βραδιάς.
- ⮡ He was the star of the evening.
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | star |
γ΄ ενικό ενεστώτα | stars |
αόριστος | starred |
παθητική μετοχή | starred |
ενεργητική μετοχή | starring |
star (en)
- (αμετάβατο) πρωταγωνιστώ, είμαι πρωταγωνιστής
- ⮡ He starred in many comedies.
- Πρωταγωνίστησε σε πολλές κωμωδίες.
- ⮡ He starred in many comedies.
- (μεταβατικό, χωρίς παθητική φωνή) πρωταγωνιστώ, για ένα έργο στο οποίο πρωταγωνιστεί κάποιος
- ⮡ a movie starring Olivier and Lee - μια ταινία στην οποία πρωταγωνιστούν ο Ολιβιέ και η Λη
Πηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
star | stars |
star (fr) θηλυκό