Ουσιαστικό

επεξεργασία

star (en)

  1. άστρο, αστέρι
  2. σταρ



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
star stars

star (fr) θηλυκό