Ετυμολογία

επεξεργασία
star < μέση αγγλική sterre < αγγλοσαξονική steorra < πρωτογερμανική *sternô / *sternǭ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂stḗr (ἀστήρ)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
star stars

star (en)

  1. (αστρονομία) το άστρο, το αστέρι, ο αστέρας, φωτεινό ουράνιο σώμα
    ⮡  The stars shone brightly in the night sky.
    Τα αστέρια έλαμπαν λαμπερά στον νυχτερινό ουρανό.
    ⮡  the North Star - ο Πολικός Αστέρας
    ⮡  shooting stars - διάττοντες αστέρες
  2. το αστέρι, η γραφική παράσταση η οποία, παραπέμποντας στη μορφή ή στη λάμψη που εκπέμπουν τα αστέρια, χρησιμοποιείται ως έμβλημα ή σύμβολο
    ⮡  a star with four/five/six points - αστέρι με τέσσερις/πέντε/έξι ακτίνες
    ⮡  the Christmas star - το αστέρι των Χριστουγέννων
    ⮡  stars are on the flags of many countries - αστέρια υπάρχουν στις σημαίες πολλών κρατών
    ⮡  A silver/gold/diamond star for army officer rank insignia.
    Ασημένιο/χρυσό/αδαμάντινο αστέρι για διακριτικό του βαθμού των αξιωματικών του στρατού ξηράς.
  3. ο αστέρας, σύμβολο ποιότητας
    ⮡  a five-star cognac - κονιάκ πέντε αστέρων
    ⮡  a two/three-star hotel - ξενοδοχείο δύο/τριών αστέρων
  4. ο/η σταρ, το αστέρι, ο αστέρας
    ⮡  a theater star - αστέρι του θεάτρου
    ⮡  a Hollywood star - αστέρας του Χόλιγουντ
    ⮡  a movie star - κινηματογραφικός αστέρας
  5. ο/η σταρ, ένα πρόσωπο ή ένα πράγμα που είναι το καλύτερο μιας ομάδας
    ⮡  He was the star of the evening.
    Ήταν ο σταρ της βραδιάς.
ενεστώτας star
γ΄ ενικό ενεστώτα stars
αόριστος starred
παθητική μετοχή starred
ενεργητική μετοχή starring

star (en)

  1. (αμετάβατο) πρωταγωνιστώ, είμαι πρωταγωνιστής
    ⮡  He starred in many comedies.
    Πρωταγωνίστησε σε πολλές κωμωδίες.
  2. (μεταβατικό, χωρίς παθητική φωνή) πρωταγωνιστώ, για ένα έργο στο οποίο πρωταγωνιστεί κάποιος
    ⮡  a movie starring Olivier and Lee - μια ταινία στην οποία πρωταγωνιστούν ο Ολιβιέ και η Λη



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
star stars

star (fr) θηλυκό