Ετυμολογία

επεξεργασία
φημίζομαι < φήμη

φημίζομαι

  1. είμαι γνωστός για κάτι, είμαι καλός σε κάτι
    φημίζεται για το μπακλαβά του

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία