Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φημίζομαι < φήμη

  Ρήμα επεξεργασία

φημίζομαι

  1. είμαι γνωστός για κάτι, είμαι καλός σε κάτι
    φημίζεται για το μπακλαβά του

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία