πολυθρύλητος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
πολυθρύλητος, -η, -ο
- που εγκωμιάζεται από πολλούς, του οποίου η ανάμνηση παραμένει ζωντανή και παρουσιάζεται σαν παράδειγμα για τους άλλους
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
πολυθρύλητος