Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πασίγνωστος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
πασίγνωστ
ος
η
πασίγνωστ
η
το
πασίγνωστ
ο
γενική
του
πασίγνωστ
ου
της
πασίγνωστ
ης
του
πασίγνωστ
ου
αιτιατική
τον
πασίγνωστ
ο
την
πασίγνωστ
η
το
πασίγνωστ
ο
κλητική
πασίγνωστ
ε
πασίγνωστ
η
πασίγνωστ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
πασίγνωστ
οι
οι
πασίγνωστ
ες
τα
πασίγνωστ
α
γενική
των
πασίγνωστ
ων
των
πασίγνωστ
ων
των
πασίγνωστ
ων
αιτιατική
τους
πασίγνωστ
ους
τις
πασίγνωστ
ες
τα
πασίγνωστ
α
κλητική
πασίγνωστ
οι
πασίγνωστ
ες
πασίγνωστ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
πασίγνωστος
<
αρχαία ελληνική
πασίγνωστος
<
πᾶς
+
γνωστός
Επίθετο
επεξεργασία
πασίγνωστος, -η, -ο
γνωστός
από πάρα πολλούς ανθρώπους, από πάρα πολύ
κόσμο
Συνώνυμα
επεξεργασία
γνωστότατος
διάσημος
φημισμένος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πασίγνωστος
αγγλικά
:
household name
(en)
γαλλικά
:
bien
(fr)
connu
(fr)