Ετυμολογία

επεξεργασία
ἐξάκουστος (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ἐξακούω (ακούω από μακριά) < ἐξ και ἀκούω

  Επίθετο

επεξεργασία

ἐξάκουστος

→ δείτε τη λέξη ξακουστός