↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σκοταδερός η σκοταδερή το σκοταδερό
      γενική του σκοταδερού της σκοταδερής του σκοταδερού
    αιτιατική τον σκοταδερό τη σκοταδερή το σκοταδερό
     κλητική σκοταδερέ σκοταδερή σκοταδερό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σκοταδεροί οι σκοταδερές τα σκοταδερά
      γενική των σκοταδερών των σκοταδερών των σκοταδερών
    αιτιατική τους σκοταδερούς τις σκοταδερές τα σκοταδερά
     κλητική σκοταδεροί σκοταδερές σκοταδερά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σκοταδερός < σκοτάδ(ι) + -ερός[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /sko.ta.ðeˈɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σκο‐τα‐δε‐ρός

  Επίθετο

επεξεργασία

σκοταδερός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία