Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εναργής η εναργής το εναργές
      γενική του εναργούς* της εναργούς του εναργούς
    αιτιατική τον εναργή την εναργή το εναργές
     κλητική εναργή(ς) εναργής εναργές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εναργείς οι εναργείς τα εναργή
      γενική των εναργών των εναργών των εναργών
    αιτιατική τους εναργείς τις εναργείς τα εναργή
     κλητική εναργείς εναργείς εναργή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εναργής < αρχαία ελληνική ἐναργής < ἐν- + -αργής (< ἀργός = αστραφτερός / λευκός)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.naɾˈʝis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐ναρ‐γής

  Επίθετο επεξεργασία

εναργής, -ής, -ές

  1. που φαίνεται με ευκρίνεια και διαύγεια
    ※  Όλ’ αυτά ήρθαν στη μνήμη μου ζωντανά, εναργή, σα να ήσαν μόλις χτεσινά. (Μ. Καραγάτσης, Ο κίτρινος φάκελος)
     συνώνυμα: διαυγής, ευκρινής
     αντώνυμα: δυσδιάκριτος
  2. (μεταφορικά) που μπορεί εύκολα να κατανοηθεί
     συνώνυμα: κατανοητός, σαφής
     αντώνυμα: ασαφής, δυσνόητος

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία