εναργής
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- εναργής < αρχαία ελληνική ἐναργής < ἐν- + -αργής (< ἀργός = αστραφτερός / λευκός)
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɛ.naɾ.ˈʝis/ αρσενικό ή θηλυκό
ΕπίθετοΕπεξεργασία
εναργής, -ής, -ές
- που φαίνεται με ευκρίνεια και διαύγεια
- ≈ συνώνυμα: διαυγής, ευκρινής
- ≠ αντώνυμα: δυσδιάκριτος
- (μεταφορικά) που μπορεί εύκολα να κατανοηθεί
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
εναργής