πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εναργής η εναργής το εναργές
      γενική του εναργούς* της εναργούς του εναργούς
    αιτιατική τον εναργή την εναργή το εναργές
     κλητική εναργή(ς) εναργής εναργές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εναργείς οι εναργείς τα εναργή
      γενική των εναργών των εναργών των εναργών
    αιτιατική τους εναργείς τις εναργείς τα εναργή
     κλητική εναργείς εναργείς εναργή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία

εναργής, -ής, -ές

  1. που φαίνεται με ευκρίνεια και διαύγεια
      Όλ’ αυτά ήρθαν στη μνήμη μου ζωντανά, εναργή, σα να ήσαν μόλις χτεσινά. (Μ. Καραγάτσης, Ο κίτρινος φάκελος)
     συνώνυμα: διαυγής, ευκρινής
     αντώνυμα: δυσδιάκριτος
  2. (μεταφορικά) που μπορεί εύκολα να κατανοηθεί
     συνώνυμα: κατανοητός, σαφής
     αντώνυμα: ασαφής, δυσνόητος

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία