εναργέστερα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εναργέστερα < εναργής
Επίρρημα
επεξεργασίαεναργέστερα
- που διακρίνεται ολοκάθαρα
- που διακατέχεται από διάυγεια, σαφήνεια ή ευκρίνεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία εναργέστερα
|
εναργέστερα
|