Ετυμολογία

επεξεργασία
εναργέστερα < εναργής

  Επίρρημα

επεξεργασία

εναργέστερα

  1. που διακρίνεται ολοκάθαρα
  2. που διακατέχεται από διάυγεια, σαφήνεια ή ευκρίνεια

  Μεταφράσεις

επεξεργασία