Ετυμολογία

επεξεργασία
εναργώς < αρχαία ελληνική ἐναργῶς / ἐναργέως < ἐναργής

  Επίρρημα

επεξεργασία

εναργώς[1]

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. εναργώς - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)