εναργώς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- εναργώς < αρχαία ελληνική ἐναργῶς / ἐναργέως < ἐναργής
Επίρρημα
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ εναργώς - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)