Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ασυνέπεια οι ασυνέπειες
      γενική της ασυνέπειας των ασυνεπειών
    αιτιατική την ασυνέπεια τις ασυνέπειες
     κλητική ασυνέπεια ασυνέπειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ασυνέπεια < ασυνεπ(ής) + -εια, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική inconséquence.[1] Μορφολογικά αναλύεται σε α- στερητικό + συνέπεια

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.siˈne.pi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐συ‐νέ‐πει‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ασυνέπεια θηλυκό

  1. το να είναι κάποιος ασυνεπής, η ιδιότητα ή η συμπεριφορά του ασυνεπούς
  2. ανακολουθία, λογική ανακολουθία· μία τήρηση κανόνα ή άλλης λογικής ρουτίνας/μεθοδολογίας/κανονικότητας

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία