ανακολουθία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία- ανακολουθία < (ελληνιστική κοινή) ἀνακολουθία < (ελληνιστική κοινή) ἀνακόλουθος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαανακολουθία θηλυκό
- ασυνέπεια, έλλειψη ειρμού, αντιφάσεις
- Αν θέλεις να κάνουμε οικονομία, πώς θα πάρουμε καινούργια τηλεόραση; Διακρίνω μια ανακολουθία εδώ
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ανακολουθία