Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανακόλουθος η ανακόλουθη το ανακόλουθο
      γενική του ανακόλουθου της ανακόλουθης του ανακόλουθου
    αιτιατική τον ανακόλουθο την ανακόλουθη το ανακόλουθο
     κλητική ανακόλουθε ανακόλουθη ανακόλουθο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανακόλουθοι οι ανακόλουθες τα ανακόλουθα
      γενική των ανακόλουθων των ανακόλουθων των ανακόλουθων
    αιτιατική τους ανακόλουθους τις ανακόλουθες τα ανακόλουθα
     κλητική ανακόλουθοι ανακόλουθες ανακόλουθα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανακόλουθος < (ελληνιστική κοινή) ἀνακόλουθος

  Επίθετο επεξεργασία

ανακόλουθος

  1. που δεν έχει ειρμό, συνέπεια, ευγενικός χαρακτηρισμός του ασυνάρτητου ή εκείνου που φάσκει και αντιφάσκει, που τα επιχειρήματά του δεν είναι και πολύ στέρεα προκειμένου να δικαιολογήσει μια αντιφατική του δήλωση
    Αφού θέλεις να πάμε στο νησί 10 μέρες, επειδή μας χρειάζονται διακοπές, πώς λες να χαλάσουμε τα χρήματα των διακοπών για καινούργια ντουλάπια; Γίνεσαι ανακόλουθη
  2. ανακόλουθο σχήμα στον προφορικό λόγο ή στη γραφή είναι εκείνο που δεν ακολουθεί αυστηρά τους συντακτικούς κανόνες και που μπορεί όμως να εκφράζει το ύφος του συγγραφέα

  Μεταφράσεις επεξεργασία