ανακόλουθος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανακόλουθος < (ελληνιστική κοινή) ἀνακόλουθος
Επίθετο
επεξεργασίαανακόλουθος
- που δεν έχει ειρμό, συνέπεια, ευγενικός χαρακτηρισμός του ασυνάρτητου ή εκείνου που φάσκει και αντιφάσκει, που τα επιχειρήματά του δεν είναι και πολύ στέρεα προκειμένου να δικαιολογήσει μια αντιφατική του δήλωση
- Αφού θέλεις να πάμε στο νησί 10 μέρες, επειδή μας χρειάζονται διακοπές, πώς λες να χαλάσουμε τα χρήματα των διακοπών για καινούργια ντουλάπια; Γίνεσαι ανακόλουθη
- ανακόλουθο σχήμα στον προφορικό λόγο ή στη γραφή είναι εκείνο που δεν ακολουθεί αυστηρά τους συντακτικούς κανόνες και που μπορεί όμως να εκφράζει το ύφος του συγγραφέα
Μεταφράσεις
επεξεργασία ανακόλουθος