incohérent
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
incohérent → δείτε τις λέξεις in- και cohérent
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɛ̃.kɔ.e.ʁɑ̃/
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | incohérent | incohérents |
θηλυκό | incohérente | incohérentes |
incohérent (fr)