cohérent
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | cohérent | cohérents |
θηλυκό | cohérente | cohérentes |
cohérent (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | cohérent | cohérents |
θηλυκό | cohérente | cohérentes |
cohérent (fr)