ορθοέπεια
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ορθοέπεια | οι | ορθοέπειες |
γενική | της | ορθοέπειας | των | ορθοεπειών |
αιτιατική | την | ορθοέπεια | τις | ορθοέπειες |
κλητική | ορθοέπεια | ορθοέπειες | ||
Ο πληθυντικός είναι δύσχρηστος | ||||
όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ορθός και έπος < αρχαία ελληνική ὀρθοέπεια
1.Η σωστή γλωσσική διατύπωση,
2.Η ορθή έκφραση.
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ορθοέπεια θηλυκό
- Λόγος που χαρακτηρίζεται από γραμματική και συντακτική ορθότητα: Kανόνες ορθοέπειας.
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ορθοέπεια