ορθοέπεια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ορθοέπεια | οι | ορθοέπειες |
γενική | της | ορθοέπειας | των | ορθοεπειών |
αιτιατική | την | ορθοέπεια | τις | ορθοέπειες |
κλητική | ορθοέπεια | ορθοέπειες | ||
Ο πληθυντικός είναι δύσχρηστος | ||||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ορθοέπεια < αρχαία ελληνική ὀρθοέπεια < ὀρθός + ἔπος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαορθοέπεια θηλυκό
- (λόγιο) ορθή έκφραση, σωστή γλωσσική διατύπωση, σύμφωνη με τους κανόνες της γραμματικής και του συντακτικού
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ορθοέπεια
|