Δείτε επίσης: ἀμετροεπία

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αμετροέπεια οι αμετροέπειες
      γενική της αμετροέπειας των αμετροεπειών
    αιτιατική την αμετροέπεια τις αμετροέπειες
     κλητική αμετροέπεια αμετροέπειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αμετροέπεια < (ελληνιστική κοινήἀμετροεπία < αρχαία ελληνική ἀμετροεπής < ἄμετρος + ἔπος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αμετροέπεια θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία