↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νηπιώδης η νηπιώδης το νηπιώδες
      γενική του νηπιώδους της νηπιώδους του νηπιώδους
    αιτιατική τον νηπιώδη τη νηπιώδη το νηπιώδες
     κλητική νηπιώδη(ς) νηπιώδης νηπιώδες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νηπιώδεις οι νηπιώδεις τα νηπιώδη
      γενική των νηπιωδών των νηπιωδών των νηπιωδών
    αιτιατική τους νηπιώδεις τις νηπιώδεις τα νηπιώδη
     κλητική νηπιώδεις νηπιώδεις νηπιώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
νηπιώδης < νήπιον + -ώδης

  Επίθετο

επεξεργασία

νηπιώδης, -ης, -ες

  1. που αναφέρεται στα νήπια
  2. που ταιριάζει σε νήπια (και όχι σε ώριμους ανθρώπους)
    νηπιώδης πολιτική σκέψη

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία