νήπιον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
νηπῐο- | |||||
ονομαστική | τὸ | νήπιον | τὰ | νήπιᾰ | |
γενική | τοῦ | νηπίου | τῶν | νηπίων | |
δοτική | τῷ | νηπίῳ | τοῖς | νηπίοις | |
αιτιατική | τὸ | νήπιον | τὰ | νήπιᾰ | |
κλητική ὦ! | νήπιον | νήπιᾰ | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | νηπίω | |||
γεν-δοτ | τοῖν | νηπίοιν | |||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία 1
επεξεργασία- νήπιον < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου νήπιος (εννοείται βρέφος, παιδίον) < διαφορετικές υποθέσεις σύνθεσης → δείτε τη λέξη νήπιος
Ουσιαστικό
επεξεργασίανήπῐον ουδέτερο
Εκφράσεις
επεξεργασία- ἐκ νηπίου (από την παιδική ηλικία)
Ετυμολογία 2
επεξεργασία- νήπιον: κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίανήπῐον