γένη  αρσενικό & θηλυκό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / νήπιος νηπί τὸ νήπιον
      γενική τοῦ/τῆς νηπίου τῆς νηπίᾱς τοῦ νηπίου
      δοτική τῷ/τῇ νηπί τῇ νηπί τῷ νηπί
    αιτιατική τὸν/τὴν νήπιον τὴν νηπίᾱν τὸ νήπιον
     κλητική ! νήπιε νηπί νήπιον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ νήπιοι αἱ νήπιαι τὰ νήπι
      γενική τῶν νηπίων τῶν νηπίων τῶν νηπίων
      δοτική τοῖς/ταῖς νηπίοις ταῖς νηπίαις τοῖς νηπίοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς νηπίους τὰς νηπίᾱς τὰ νήπι
     κλητική ! νήπιοι νήπιαι νήπι
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ νηπίω τὼ νηπί τὼ νηπίω
      γεν-δοτ τοῖν νηπίοιν τοῖν νηπίαιν τοῖν νηπίοιν
Ο τύπος του θηλυκού σε -ος, περισσότερο συνηθισμένος.
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'βέβαιος' όπως «βέβαιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία

νήπιος, -ος, -ον και -α, -ον ιωνικός τύπος: νήπιος, νηπίη, νήπιον

  1. αυτός που δεν μιλάει ακόμη, βρέφος, παιδί
    5ος πκε αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 4 (Μελπομένη), 147.2
    ἐόντων δ᾽ ἔτι τῶν παίδων τούτων νηπίων ἐπιτροπαίην εἶχε ὁ Θήρας τὴν ἐν Σπάρτῃ βασιληίην.
    κι όσο τα παιδιά ήταν ανήλικα, ο Θήρας κρατούσε τη βασιλεία στη Σπάρτη ως επίτροπός τους.
    Μετάφραση (1992): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greeklanguage.gr
     συνώνυμα: βρέφος
  2. (σπάνια, για ζώα) νεοσσός, νεογνό
      8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 2 (Β. Ὄνειρος. Διάπειρα. Βοιωτία ἢ κατάλογος νεῶν.), στίχ. 311 (στίχοι 311-313)
    ἔνθα δ᾽ ἔσαν στρουθοῖο νεοσσοί, νήπια τέκνα, | ὄζῳ ἐπ᾽ ἀκροτάτῳ, πετάλοις ὑποπεπτηῶτες, | ὀκτώ, ἀτὰρ μήτηρ ἐνάτη ἦν, ἣ τέκε τέκνα.
    Εκεί φωλιάζαν σπούργιτες, αφτέρωτα πουλάκια | εις το υψηλότατο κλαδί κρυμμένα μες στα φύλλα | οκτώ, κι ενάτ᾽ η μάνα τους που τα ᾽χε γεννημένα.
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greeklanguage.gr
     συνώνυμα: νεοσσός ή νεοττός
  3. (για φυτά) νέο βλάστημα, νέα φύτρα
  4. (μεταφορικά) (για λόγια) μωρός, ανόητος, παιδαριώδης
  5. (μεταφορικά) (για ανθρώπους) ανόητος, απερίσκεπτος, άμυαλος, ανώριμος
      7ος πκε αιώνας Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 218
    παθὼν δέ τε νήπιος ἔγνω.
    Σαν πάθει ο ανόητος μαθαίνει.
    Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greeklanguage.gr
      6ος/5ος πκε αιώνας Αἰσχύλος, Προμηθεὺς δεσμώτης, στίχ. 443 (442-444)
    τἀν βροτοῖς δὲ πήματα | ἀκούσαθ᾽, ὥς σφας νηπίους ὄντας τὸ πρὶν | ἔννους ἔθηκα καὶ φρενῶν ἐπηβόλους.
    τώρα τα πάθη | των ανθρώπων ν᾽ ακούσετε, πώς, ενώ πρώτα | σαν τα μωρά ήταν, νου τούς έβαλα και φρένες·
    Μετάφραση (1930): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Εστία @greeklanguage.gr
  6. (μεταφορικά) (για σωματική δύναμη) ασθενικός, ανίσχυρος
  7. (μεταφορικά) (για ανθρώπους) μη προνοητικός
  8. (για νόμους, δίκαιο) ανήλικος άνθρωπος
      1ος/2ος αιώνας κε Καινή Διαθήκη, Προς Γαλάτας, 4.1 @scaife.perseus
    Λέγω δέ, ἐφʼ ὅσον χρόνον ὁ κληρονόμος νήπιός ἐστιν, οὐδὲν διαφέρει δούλου κύριος πάντων ὤν,
    Λέγω επίσης: Όσο χρόνο ο κληρονόμος είναι ανήλικος, σε τίποτε δεν διαφέρει από δούλο, αν και είναι κύριος όλης της περιουσίας,
    Μετάφραση: Νικόλαος Σωτηρόπουλος, @archive.org

Συγγενικά

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία