τσιτσί
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τσιτσί < παιδική γλώσσα. Δείτε και ιταλική ciccia, cicci, αρχαία ελληνική τιτθός (μαστός)
Ουσιαστικό
επεξεργασίατσιτσί ουδέτερο άκλιτο
- (στην παιδική γλώσσα) το κρέας
Μεταφράσεις
επεξεργασία τσιτσί
|