Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αδαμιαία περιβολή < → δείτε τις λέξεις αδαμιαία και περιβολή

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

αδαμιαία περιβολή θηλυκό

  1. χωρίς ένδυση
  2. απόλυτη γύμνια
    εμφανίστηκε με αδαμιαία περιβολή

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία