Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
pilaire pilaires

  Επίθετο επεξεργασία

pilaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη poil