αμπουγάδιαστος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αμπουγάδιαστος < α- + μπουγαδιάζω + -τος
Επίθετο επεξεργασία
αμπουγάδιαστος
- που δεν έχει μπουγαδιαστεί
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη μπουγάδα
Πηγές επεξεργασία
- αμπουγάδιαστος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αμπουγάδιαστος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αμπουγάδιαστος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Μεταφράσεις επεξεργασία
αμπουγάδιαστος
|