Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /le.siv/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
lessive lessives

lessive (fr) θηλυκό

  1. η μπουγάδα
  2. το απορρυπαντικό

Συγγενικά

επεξεργασία