ενικός         πληθυντικός  
lessiveuse lessiveuses

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

lessiveuse (fr) θηλυκό

  1. κυλινδρική μηχανή καθαρισμού ρούχων που έχει στο κέντρο της έναν διάτρητο σωλήνα μέσα από τον οποίο περνάει ατμός και διώχνει το αλκαλικό διάλυμα που ένα άλλο εξάρτημα απλώνει πάνω στα ρούχα
    la lessiveuse a été remplacée par la machine à laver
    η καθαριστική μηχανή αντικαταστάθηκε με το πλυντήριο

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη lessive