Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
vaisselle vaisselles

vaisselle (fr) θηλυκό

  1. τα πιατικά
  2. τα πιατικά που πρόκειται να πλυθούν
  3. το πλύσιμο των πιατικών