ξέπλυμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξέπλυμα < ξεπλένω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαξέπλυμα ουδέτερο
- το ξέβγαλμα, η ρήψη άφθονου νερού για να καθαριστούν τα πλυμένα από τα σαπούνια
- (μεταφορικά) η κάθαρση μέσω νομότυπων επιχειρήσεων και χρηματιστηριακών συναλλαγών του βρώμικου χρήματος, εκείνου που αποκτήθηκε με παράνομες δραστηριότητες ή που δεν φορολογείται
Μεταφράσεις
επεξεργασία χρήμα