↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξέπλυμα τα ξεπλύματα
      γενική του ξεπλύματος των ξεπλυμάτων
    αιτιατική το ξέπλυμα τα ξεπλύματα
     κλητική ξέπλυμα ξεπλύματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ξέπλυμα < ξεπλένω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ξέπλυμα ουδέτερο

  1. το ξέβγαλμα, η ρήψη άφθονου νερού για να καθαριστούν τα πλυμένα από τα σαπούνια
  2. (μεταφορικά) η κάθαρση μέσω νομότυπων επιχειρήσεων και χρηματιστηριακών συναλλαγών του βρώμικου χρήματος, εκείνου που αποκτήθηκε με παράνομες δραστηριότητες ή που δεν φορολογείται

  Μεταφράσεις

επεξεργασία