Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
blanchiment blanchiments

blanchiment (fr) αρσενικό

  1. το άσπρισμα (τοίχου ή λόγω αποχρωματισμού)
  2. ξέπλυμα βρώμικου χρήματος