πλυντικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πλυντικός < αρχαία ελληνική πλυντικός < πλύνω
Επίθετο επεξεργασία
πλυντικός
- που έχει σχέση με το πλύσιμο ή αναφέρεται σ’ αυτό
- (ουσιαστικοποιημένο) πλυντικά
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη πλένω
Μεταφράσεις επεξεργασία
πλυντικός
|