κλείσμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κλείσμα | τα | κλείσματα |
γενική | του | κλείσματος | των | κλεισμάτων |
αιτιατική | το | κλείσμα | τα | κλείσματα |
κλητική | κλείσμα | κλείσματα | ||
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κλείσμα < ελληνιστική κοινή κλεῖσμα[1] < αρχαία ελληνική κλείω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈkli.zma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κλεί‐σμα
Ουσιαστικό
επεξεργασίακλείσμα ουδέτερο
- (ιδιωματικό) χωράφι που έχει περιτοίχιση, που έχει μάντρα γύρω γύρω [2]
- (ιδιωματικό) πιάσιμο πουλιών από ομάδα κυνηγών, όπου ορισμένοι κλείνουν τα περάσματά τους, οδηγώντας τα σε σημείο όπου οι υπόλοιποι κυνηγοί έχουν στήσει καρτέρι
- ※ Στα μεγάλα κλείσματα —κλεισίματα των πουλιών δηλαδή— που γίνονταν στη λίμνη απ’ όλους μαζί τους κυνηγούς, αυτοί μένανε πάντα πρώτοι και καλύτεροι. Το ‘χανε σαν προνόμιο ν’ αρχίζουν αυτοί πριν από το χάραμα από την πιο μακρινή άκρα της λίμνης, λάμνοντας αγάλια αγάλια κι όλο κλείνοντας με το ντουφεκίδι τους προς τη μέση της λίμνης τα τρομαγμένα κοπάδια απ' αγριόπαπιες —γέσια και καναβές, καθώς τα 'λεγαν— φαλαρίδες —τα μαύρα νεροπούλια με τις άσπρες μύτες— και κάποτε και τις μεγάλες όμορφες αγριόχηνες […]. Στη μέση της λίμνης στέκονταν αράδα μέσα στις βάρκες τους, με τα δίκαννα στο χέρι, οι άλλοι κυνηγοί από την πόλη και το νησί. Και τα πουλιά πέφτανε πάνω τους, κοπάδια ολόκληρα […].
- Δημήτρης Χατζής, ※ «Ο Σιούλας ο ταμπάκος» διήγημα στη συλλογή: Το τέλος της μικρής μας πόλης (²1963).
- ※ Το οργανωμένο κυνήγι πουλιών ήταν γνωστό ως «κλείσμα». Οι κυνηγοί έπιαναν τα πουλιά κλείνοντας τα περάσματά τους. Για να γίνει το «κλείσμα», απαιτούνταν η συνεργασία πολλών. Στη λίμνη των Ιωαννίνων, μερικοί κυνηγοί με τις βάρκες τους ξεσήκωναν τα παπιά και τα πουλιά που φώλιαζαν το χειμώνα στις καλαμιές και άλλοι τα περίμεναν (καρτέρι) στο στενό της λίμνης ανάμεσα στο Κάστρο και στο Νησί (αλλά και σε άλλα σημεία). Στην ουσία, οι βαρκάρηδες-κυνηγοί έφτιαχναν έναν κλοιό για να μην ξεφύγει πετούμενο για πετούμενο.
- «“Κλείσμα”, η κυνηγετική ενασχόληση των Γιαννιωτών», Κυνηγεσία.gr (27 Φεβρουαρίου 2021)· πρόσβαση: 2023-01-21.
- ※ Στα μεγάλα κλείσματα —κλεισίματα των πουλιών δηλαδή— που γίνονταν στη λίμνη απ’ όλους μαζί τους κυνηγούς, αυτοί μένανε πάντα πρώτοι και καλύτεροι. Το ‘χανε σαν προνόμιο ν’ αρχίζουν αυτοί πριν από το χάραμα από την πιο μακρινή άκρα της λίμνης, λάμνοντας αγάλια αγάλια κι όλο κλείνοντας με το ντουφεκίδι τους προς τη μέση της λίμνης τα τρομαγμένα κοπάδια απ' αγριόπαπιες —γέσια και καναβές, καθώς τα 'λεγαν— φαλαρίδες —τα μαύρα νεροπούλια με τις άσπρες μύτες— και κάποτε και τις μεγάλες όμορφες αγριόχηνες […]. Στη μέση της λίμνης στέκονταν αράδα μέσα στις βάρκες τους, με τα δίκαννα στο χέρι, οι άλλοι κυνηγοί από την πόλη και το νησί. Και τα πουλιά πέφτανε πάνω τους, κοπάδια ολόκληρα […].
Μεταφράσεις
επεξεργασία κλείσμα
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ κλεῖσμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ↑ Παναγιώτης Κουσαθανάς, επιμ. (²2002), Όρτσ' αλά μπάντα! Αναδρομικός διάπλους στην παλιά Μύκονο. Αθήνα: Εκδόσεις Ίνδικτος & Δήμος Μυκόνου. ISBN 960-518-134-7, σελ. 445.