Δείτε επίσης: περιτείχιση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η περιτοίχιση οι περιτοιχίσεις
      γενική της περιτοίχισης* των περιτοιχίσεων
    αιτιατική την περιτοίχιση τις περιτοιχίσεις
     κλητική περιτοίχιση περιτοιχίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, περιτοιχίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
περιτοίχιση < περιτοιχίζω + -μα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

περιτοίχιση θηλυκό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία