περιτοίχιση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | περιτοίχιση | οι | περιτοιχίσεις |
γενική | της | περιτοίχισης* | των | περιτοιχίσεων |
αιτιατική | την | περιτοίχιση | τις | περιτοιχίσεις |
κλητική | περιτοίχιση | περιτοιχίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, περιτοιχίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- περιτοίχιση < περιτοιχίζω + -μα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπεριτοίχιση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του περιτοιχίζω
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία περιτοίχιση
|
Πηγές
επεξεργασία- περιτοίχιση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- περιτοίχιση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- περιτοίχιση - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)