περιτείχιση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | περιτείχιση | οι | περιτειχίσεις |
γενική | της | περιτείχισης* | των | περιτειχίσεων |
αιτιατική | την | περιτείχιση | τις | περιτειχίσεις |
κλητική | περιτείχιση | περιτειχίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, περιτειχίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- περιτείχιση < αρχαία ελληνική περιτείχισις < περιτειχίζω < περί + τεῖχος
Ουσιαστικό επεξεργασία
περιτείχιση θηλυκό
- (λόγιο) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του περιτειχίζω
Μεταφράσεις επεξεργασία
περιτείχιση
|