περιτοιχισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- περιτοιχισμός < περιτοιχίζω + -μός
Ουσιαστικό
επεξεργασία
περιτοιχισμός αρσενικό
Δείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
περιτοιχισμός
|
Πηγές
επεξεργασία
- περιτοιχισμός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)