ένεμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ένεμα | τα | ενέματα |
γενική | του | ενέματος | των | ενεμάτων |
αιτιατική | το | ένεμα | τα | ενέματα |
κλητική | ένεμα | ενέματα | ||
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ένεμα < ελληνιστική κοινή ἔνεμα < αρχαία ελληνική ἐνίημι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαένεμα ουδέτερο
- (ιατρική) κλύσμα, υποκλυσμός
- (αρχιτεκτονική) μείγμα ουσιών που σε ρευστή μορφή εισάγεται σε προβληματική τοιχοποιία για ενίσχυση
- ※ Η τοιχοποιία του κελύφους του ασκηταριού παρουσιάζει μειωμένη συνοχή και αντοχή και χρήζει άμεσης επέμβασης. Για την αντιμετώπιση των όποιων δομικών και οικοδομικών προβλημάτων της φέρουσας τοιχοποιίας του μνημείου προτείνεται η διατήρηση, στερέωση και ενίσχυσή της με καθαρισμούς, αρμολογήματα και ενέματα. (Δήμητρα Βλαχάβα, Σοφία Φαραζούμη, «Ασκηταριό Αγίου Νικολάου στον Γάβρο Χασίων. Πρόταση αποκατάστασης», Τρικαλινά, 38 (2018) 244)
Μεταφράσεις
επεξεργασία ιατρική
|