Δείτε: κλείσει, κλήση, κλίση, κλύση
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κλύση οι κλύσεις
      γενική της κλύσης* των κλύσεων
    αιτιατική την κλύση τις κλύσεις
     κλητική κλύση κλύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, κλύσεως
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. κλύση - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)