Ετυμολογία

επεξεργασία
καταιονίζω < αρχαία ελληνική καταιονῶ + -ίζω < αρχαία ελληνική κατά + αἰονάω / αἰονῶ

καταιονίζω (παθητική φωνή: καταιονίζομαι)

  1. κάνω ντουζ σε κάποιον, λούζω
  2. βρέχω κάποιον ή κάτι με νερό που πέφτει με ορμή από πάνω σαν βροχή, καταβρέχω, εκτελώ καταιόνηση

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία