Ετυμολογία

επεξεργασία
καταιονίζομαι < παθητική φωνή του ρήματος καταιονίζω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ka.te.oˈni.zo.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐ται‐ο‐νί‐ζο‐μαι

καταιονίζομαι , πρτ.: καταιονιζόμουν, στ.μέλλ.: θα καταιονιστώ, αόρ.: καταιονίστηκα, μτχ.π.π.: καταιονισμένος

  1. κάνω ντουζ, λούζομαι
  2. βρέχομαι με νερό που πέφτει με ορμή από πάνω σαν βροχή, καταβρέχομαι

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία