καταιονίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καταιονίζομαι < παθητική φωνή του ρήματος καταιονίζω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ka.te.oˈni.zo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐ται‐ο‐νί‐ζο‐μαι
Ρήμα
επεξεργασίακαταιονίζομαι , πρτ.: καταιονιζόμουν, στ.μέλλ.: θα καταιονιστώ, αόρ.: καταιονίστηκα, μτχ.π.π.: καταιονισμένος
- κάνω ντουζ, λούζομαι
- βρέχομαι με νερό που πέφτει με ορμή από πάνω σαν βροχή, καταβρέχομαι
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | καταιονίζομαι | καταιονιζόμουν(α) | θα καταιονίζομαι | να καταιονίζομαι | ||
β' ενικ. | καταιονίζεσαι | καταιονιζόσουν(α) | θα καταιονίζεσαι | να καταιονίζεσαι | (καταιονίζου) | |
γ' ενικ. | καταιονίζεται | καταιονιζόταν(ε) | θα καταιονίζεται | να καταιονίζεται | ||
α' πληθ. | καταιονιζόμαστε | καταιονιζόμαστε καταιονιζόμασταν |
θα καταιονιζόμαστε | να καταιονιζόμαστε | ||
β' πληθ. | καταιονίζεστε | καταιονιζόσαστε καταιονιζόσασταν |
θα καταιονίζεστε | να καταιονίζεστε | (καταιονίζεστε) | |
γ' πληθ. | καταιονίζονται | καταιονίζονταν καταιονιζόντουσαν |
θα καταιονίζονται | να καταιονίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | καταιονίστηκα | θα καταιονιστώ | να καταιονιστώ | καταιονιστεί | ||
β' ενικ. | καταιονίστηκες | θα καταιονιστείς | να καταιονιστείς | καταιονίσου | ||
γ' ενικ. | καταιονίστηκε | θα καταιονιστεί | να καταιονιστεί | |||
α' πληθ. | καταιονιστήκαμε | θα καταιονιστούμε | να καταιονιστούμε | |||
β' πληθ. | καταιονιστήκατε | θα καταιονιστείτε | να καταιονιστείτε | καταιονιστείτε | ||
γ' πληθ. | καταιονίστηκαν καταιονιστήκαν(ε) |
θα καταιονιστούν(ε) | να καταιονιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω καταιονιστεί | είχα καταιονιστεί | θα έχω καταιονιστεί | να έχω καταιονιστεί | καταιονισμένος | |
β' ενικ. | έχεις καταιονιστεί | είχες καταιονιστεί | θα έχεις καταιονιστεί | να έχεις καταιονιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει καταιονιστεί | είχε καταιονιστεί | θα έχει καταιονιστεί | να έχει καταιονιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε καταιονιστεί | είχαμε καταιονιστεί | θα έχουμε καταιονιστεί | να έχουμε καταιονιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε καταιονιστεί | είχατε καταιονιστεί | θα έχετε καταιονιστεί | να έχετε καταιονιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν καταιονιστεί | είχαν καταιονιστεί | θα έχουν καταιονιστεί | να έχουν καταιονιστεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία καταιονίζομαι
|