καταιόνηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καταιόνηση | οι | καταιονήσεις |
γενική | της | καταιόνησης* | των | καταιονήσεων |
αιτιατική | την | καταιόνηση | τις | καταιονήσεις |
κλητική | καταιόνηση | καταιονήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, καταιονήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- καταιόνηση < (ελληνιστική κοινή) καταιόνησις < καταιονάω / καταιονῶ < αρχαία ελληνική κατά + αἰονάω / αἰονῶ
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαταιόνηση θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία καταιόνηση