καταιόνηση
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- καταιόνηση < ελληνιστική κοινή καταιόνησις < καταιονάω / καταιονῶ < αρχαία ελληνική κατά + αἰονάω / αἰονῶ
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
καταιόνηση θηλυκό
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
καταιόνηση