• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

καταιόνηση

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συγγενικές λέξεις
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καταιόνηση οι καταιονήσεις
      γενική της καταιόνησης
& καταιονήσεως
των καταιονήσεων
    αιτιατική την καταιόνηση τις καταιονήσεις
     κλητική καταιόνηση καταιονήσεις
όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

καταιόνηση < ελληνιστική κοινή καταιόνησις < καταιονάω / καταιονῶ < αρχαία ελληνική κατά + αἰονάω / αἰονῶ

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

καταιόνηση θηλυκό

  1. ντους, καταιονισμός, πλύση σε ροή ύδατος
  2. τεχνητή βροχή ποτίσματος/ποτισμού, ποτιστική τεχνητή βροχή

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • καταιονισμός
  • καταιονητήρας

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    καταιόνηση
  • αγγλικά : shower (en), sprinkling (en)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=καταιόνηση&oldid=4864277"
Τελευταία επεξεργασία στις 6 Οκτωβρίου 2020, στις 09:51

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 6 Οκτωβρίου 2020, στις 09:51.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie