καταιόνησις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | καταιόνησῐς | αἱ | καταιονήσεις | ||||
γενική | τῆς | καταιονήσεως | τῶν | καταιονήσεων | ||||
δοτική | τῇ | καταιονήσει | ταῖς | καταιονήσεσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | καταιόνησῐν | τὰς | καταιονήσεις | ||||
κλητική ὦ! | καταιόνησῐ | καταιονήσεις | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | καταιονήσει | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | καταιονησέοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- καταιόνησις (ελληνιστική κοινή) < καταιονάω / καταιονῶ, καταιονη- + -σις < κατά + αρχαία ελληνική αἰονάω "πλένω, περιλούω"
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαταιόνησις, -εως θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις καταιονάω, κατά και αἰονάω
Πηγές
επεξεργασία- καταιόνησις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.