ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική καταιόνησῐς αἱ καταιονήσεις
      γενική τῆς καταιονήσεως τῶν καταιονήσεων
      δοτική τῇ καταιονήσει ταῖς καταιονήσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν καταιόνησῐν τὰς καταιονήσεις
     κλητική ! καταιόνησῐ καταιονήσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  καταιονήσει
γεν-δοτ τοῖν  καταιονησέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
καταιόνησις (ελληνιστική κοινή) < καταιονάω / καταιονῶ, καταιονη- + -σις < κατά + αρχαία ελληνική αἰονάω "πλένω, περιλούω"

Ουσιαστικό

επεξεργασία

καταιόνησις, -εως θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

 και δείτε τις λέξεις καταιονάω, κατά και αἰονάω