πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τηλέφωνο τα τηλέφωνα
      γενική του τηλεφώνου
& τηλέφωνου
των τηλεφώνων
    αιτιατική το τηλέφωνο τα τηλέφωνα
     κλητική τηλέφωνο τηλέφωνα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

τηλέφωνο ουδέτερο

  1. (συσκευή) ασύρματη ή ενσύρματη, με την οποία μπορούμε να συνομιλούμε με κάποιον απομακρυσμένο συνομιλητή
  2. η εγκατάσταση μιας τηλεφωνικής συσκευής και η σύνδεσή της με το τηλεφωνικό δίκτυο που παρέχει τη δυνατότητα για τηλεφωνικές συνδιαλέξεις· η τηλεφωνική σύνδεση
      δεν πλήρωσα το λογαριασμό και μου έκοψαν το τηλέφωνο
  3. ο αριθμός κλήσης ενός συνδρομητή μιας τηλεφωνικής εταιρείας
      πες μου το τηλέφωνό σου να το γράψω στην ατζέντα μου
  4. (μεταφορικά) το τηλέφωνο ντουζιέρας, ο καταιονητήρας

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία