↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τηλέφωνο τα τηλέφωνα
      γενική του τηλεφώνου
τηλέφωνου
των τηλεφώνων
    αιτιατική το τηλέφωνο τα τηλέφωνα
     κλητική τηλέφωνο τηλέφωνα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τηλέφωνο < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική telephone + -ο ή από τη γαλλική téléphone < διαγλωσσική ορολογία tele- < αρχαία ελληνική τῆλε + φωνή (τηλέ- + -φωνο)[1]
 
Ενσύρματο τηλέφωνο.
 
Ασύρματο τηλέφωνο.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /tiˈle.fo.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τη‐λέ‐φω‐νο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τηλέφωνο ουδέτερο

  1. (συσκευή) ασύρματη ή ενσύρματη, με την οποία μπορούμε να συνομιλούμε με κάποιον απομακρυσμένο συνομιλητή
  2. η εγκατάσταση μιας τηλεφωνικής συσκευής και η σύνδεσή της με το τηλεφωνικό δίκτυο που παρέχει τη δυνατότητα για τηλεφωνικές συνδιαλέξεις· η τηλεφωνική σύνδεση
    ⮡  δεν πλήρωσα το λογαριασμό και μου έκοψαν το τηλέφωνο
  3. ο αριθμός κλήσης ενός συνδρομητή μιας τηλεφωνικής εταιρείας
    ⮡  πες μου το τηλέφωνό σου να το γράψω στην ατζέντα μου
  4. (μεταφορικά) το τηλέφωνο ντουζιέρας, ο καταιονητήρας

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις τηλε- και φωνή

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία