καρτοτηλέφωνο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακαρτοτηλέφωνο ουδέτερο
- (νεολογισμός) τηλεφωνική συσκευή τοποθετημένη συνήθως σε δημόσιους χώρους, η οποία λειτουργεί με τη χρήση και χρέωση προπληρωμένης κάρτας
- είδος τηλεφωνικής σύνδεσης της κινητής τηλεφωνίας που λειτουργεί με προπληρωμένη χρέωση και όχι με σύνδεση
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία καρτοτηλέφωνο
|