τηλεκάρτα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τηλεκάρτα < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική télécarte < téléphone + carte < αρχαία ελληνική τῆλε + φωνή + χάρτης
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ti.leˈkaɾ.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τη‐λε‐κάρ‐τα
Ουσιαστικό επεξεργασία
τηλεκάρτα θηλυκό
- (νεολογισμός) κάρτα με ειδικό τσιπάκι και φορτωμένη με συγκεκριμένο αριθμό τηλεφωνικών μονάδων, που επιτρέπει σε κάποιον να τηλεφωνεί από ειδικά καρτοτηλέφωνα
Συγγενικά επεξεργασία
- καρτοτηλέφωνο
- → δείτε τις λέξεις τηλέφωνο, κάρτα, χάρτης και φωνή
Δείτε επίσης επεξεργασία
- τηλεκάρτα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
τηλεκάρτα