↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τηλεκάρτα οι τηλεκάρτες
      γενική της τηλεκάρτας των τηλεκαρτών
    αιτιατική την τηλεκάρτα τις τηλεκάρτες
     κλητική τηλεκάρτα τηλεκάρτες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
μια τηλεκάρτα

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τηλεκάρτα < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική télécarte < téléphone + carte < αρχαία ελληνική τῆλε + φωνή + χάρτης

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ti.leˈkaɾ.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τη‐λε‐κάρ‐τα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τηλεκάρτα θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία