τσιπάκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τσιπάκι | τα | τσιπάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | τσιπάκι | τα | τσιπάκια |
κλητική | τσιπάκι | τσιπάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίατσιπάκι ουδέτερο
- (νεολογισμός) (ηλεκτρονική) υποκοριστικό του τσιπ
Μεταφράσεις
επεξεργασία τσιπάκι
|