τσιπ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τσιπ < (άμεσο δάνειο) αγγλική chip
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίατσιπ ουδέτερο άκλιτο
- (ηλεκτρονική, υλικό υπολογιστή) μικρό κομμάτι ημιαγωγού στο οποίο έχουν αποτυπωθεί χιλιάδες λογικές πύλες. Εναλλακτικά ονομάζεται έτσι και το ηλεκτρονικό εξάρτημα που το περιέχει.
- ⮡ αγόρασα ένα τσιπ για τον υπολογιστή μου.
- ※ Η προσωρινή μνήμη μπορεί να είναι χωριστό και αυτόνομο τσιπ προσωρινής μνήμης το οποίο είναι ενσωματωμένο στην πλακέτα συστήματος [1]
- ≈ συνώνυμα: μικροκύκλωμα, ολοκληρωμένο κύκλωμα
- υποκοριστικό: τσιπάκι
- (συνήθως: τσιπς) αλατισμένο και τηγανισμένο κομμάτι πατάτας
Μεταφράσεις
επεξεργασία τσιπ υπολογιστή
πατατάκι
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σελ. 108. Δημοσίευση 2014-04-16. Προσπέλαση 2020-06-27.