Δείτε επίσης: τζιπ

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τσιπ < (άμεσο δάνειο) αγγλική chip
 
(ηλεκτρονική) Ένα τσιπ μνήμης EPROM μέσα στο αντίστοιχο ηλεκτρονικό εξάρτημα

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /t͡sip/
παρώνυμο: τζιπ

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τσιπ ουδέτερο άκλιτο

  1. (ηλεκτρονική, υλικό υπολογιστή) μικρό κομμάτι ημιαγωγού στο οποίο έχουν αποτυπωθεί χιλιάδες λογικές πύλες. Εναλλακτικά ονομάζεται έτσι και το ηλεκτρονικό εξάρτημα που το περιέχει.
    ⮡  αγόρασα ένα τσιπ για τον υπολογιστή μου.
    ※  Η προσωρινή μνήμη μπορεί να είναι χωριστό και αυτόνομο τσιπ προσωρινής μνήμης το οποίο είναι ενσωματωμένο στην πλακέτα συστήματος [1]
     συνώνυμα: μικροκύκλωμα, ολοκληρωμένο κύκλωμα
    υποκοριστικό: τσιπάκι
  2. (συνήθως: τσιπς) αλατισμένο και τηγανισμένο κομμάτι πατάτας
     συνώνυμα: πατατάκι

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σελ. 108. Δημοσίευση 2014-04-16. Προσπέλαση 2020-06-27.