ημιαγωγός
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ημιαγωγός < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική semiconductor, ημι- + -αγωγός (μαρτυρείται από το 1888)
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /i.mi.a.ɣoˈɣos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : η‐μι‐α‐γω‐γός
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ημιαγωγός αρσενικό
- (φυσική) υλικό που επιτρέπει να περνά το ηλεκτρικό φορτίο από μέσα του με κάποιες προϋποθέσεις
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- ημιαγωγός στη Βικιπαίδεια
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ημιαγωγός
|